παρανύσσω

παρανύσσω
παρανύσσω, [dialect] Att. [suff] παρανύμφ-ττω,
A prick on, Ps.-Luc.Philopatr.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρανύσσω — και αττ. τ. παρανύττω Α 1. κεντώ στα πλάγια 2. μτφ. ερεθίζω, ενοχλώ κάποιον κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νύσσω «τρυπώ, χτυπώ». Το ρ. με αρχική σημ. «τρυπώ, πλήττω με αιχμηρό αντικείμενο» χρησιμοποιήθηκε αργότερα μτφ. με σημ. «ερεθίζω, διεγείρω …   Dictionary of Greek

  • παρανυττόμενος — παρανύσσω prick on pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”